φαβεντιανός

φαβεντιανός
η , ό[ν] см. φαγεντιανός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φαβεντιανός" в других словарях:

  • φαβεντιανός — ή, ό, Ν 1. αυτός που προέρχεται από την Φαβεντία 2. (για αγγεία ή άλλα πήλινα σκεύη) ο κατασκευασμένος κατά την χαρακτηριστική τής Φαβεντίας τέχνη, φαγεντιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φαβεντία. Το θηλ. φαβεντιανή μαρτυρείται από το 1897 στο περιοδικό… …   Dictionary of Greek

  • φαβεντιανός — ή, ό βλ. φαγεντιανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγεντιανός — φαγεντιανός, ή, ό και φαβεντιανός, ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από τη γαλλική πόλη Φαγιάνς ή από την ιταλική πόλη Φαέντσα (άλλοτε Φαβεντία). 2. κεραμικά προϊόντα με στιλπνή ζωγραφισμένη ή βερνικωμένη επιφάνεια ή με ανάγλυφη σμαλτωμένη διακόσμηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»